Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρουθιόμορφος η στρουθιόμορφη το στρουθιόμορφο
      γενική του στρουθιόμορφου της στρουθιόμορφης του στρουθιόμορφου
    αιτιατική τον στρουθιόμορφο τη στρουθιόμορφη το στρουθιόμορφο
     κλητική στρουθιόμορφε στρουθιόμορφη στρουθιόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρουθιόμορφοι οι στρουθιόμορφες τα στρουθιόμορφα
      γενική των στρουθιόμορφων των στρουθιόμορφων των στρουθιόμορφων
    αιτιατική τους στρουθιόμορφους τις στρουθιόμορφες τα στρουθιόμορφα
     κλητική στρουθιόμορφοι στρουθιόμορφες στρουθιόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρουθιόμορφος < Στρουθιόμορφ(α) + -ος / στρουθί(ον) + -ο- + -μορφος

  Επίθετο επεξεργασία

στρουθιόμορφος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία