↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Στρουθιόμορφο τα Στρουθιόμορφα
      γενική του Στρουθιόμορφου των Στρουθιόμορφων
    αιτιατική το Στρουθιόμορφο τα Στρουθιόμορφα
     κλητική Στρουθιόμορφο Στρουθιόμορφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στρουθιόμορφα < στρουθίο + -ο- + μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική passériformes)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στρουθιόμορφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία