πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρουθίο τα στρουθία
      γενική του στρουθίου των στρουθίων
    αιτιατική το στρουθίο τα στρουθία
     κλητική στρουθίο στρουθία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρουθίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρουθίον με προσαρμογή της κατάληξης, υποκοριστικό του στρουθός. Συγκρίνετε με το στρουθί και το κυπριακό στρούθος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρουθίο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία