Ετυμολογία

επεξεργασία
cera < λατινική cera

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cera (it)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cera < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kohᵃ-ⁱ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cera (la) θηλυκό

  1. κερί
  2. πλάκα γραφής (ιδίως στον πληθυντικό: cerae)
     συνώνυμα: pugillares
  3. επιστολή
  4. διαθήκη
  5. (κέρινη) σφραγίδα
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cera cerae
γενική cerae cerārum
δοτική cerae cerīs
αιτιατική ceram cerās
κλητική cera cerae
αφαιρετική cerā cerīs
(α' κλίση)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cera (pl) θηλυκό