cerae
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαcerae
- γενική ενικού του cera
- δοτική ενικού του cera
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του cera
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcerae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πλάκες (συνήθως επικηρωμένες), πινακίδες γραφής και σημειώσεων