Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισπανικός κηρός < → δείτε τις λέξεις ισπανικός και κηρός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ισπανικός κηρός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία