Ετυμολογία

επεξεργασία
ισπανικός κηρός < → δείτε τις λέξεις ισπανικός και κηρός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ισπανικός κηρός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία