Ετυμολογία

επεξεργασία
cire < λατινική cera

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cire cires

cire (fr) θηλυκό

  • το κερί
    ⮡  le musée Grévin présente des dizaines de personnages de cire
    το μουσείο Grévin παρουσιάζει δεκάδες κέρινα αγάλματα

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία