κηροστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηροστάτης < κηρός + -ο- + -στάτης (< αρχαία ελληνική ἵστημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηροστάτης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κηροστάτης
|
κηροστάτης αρσενικό
|