Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεροστάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κεροστάτ
ης
οι
κεροστάτ
ες
γενική
του
κεροστάτ
η
των
κεροστατ
ών
αιτιατική
τον
κεροστάτ
η
τους
κεροστάτ
ες
κλητική
κεροστάτ
η
κεροστάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεροστάτης
<
κερί
+
-ο-
+
-στάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεροστάτης
αρσενικό
άλλη μορφή
του
κηροστάτης
Συνώνυμα
επεξεργασία
μανουάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεροστάτης
→
δείτε
τη λέξη
μανουάλι