Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κήρινθος οἱ κήρινθοι
      γενική τοῦ κηρίνθου τῶν κηρίνθων
      δοτική τῷ κηρίνθ τοῖς κηρίνθοις
    αιτιατική τὸν κήρινθον τοὺς κηρίνθους
     κλητική ! κήρινθε κήρινθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηρίνθω
γεν-δοτ τοῖν  κηρίνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήρινθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήρινθος, -ου αρσενικό

  1. τροφή μελισσών
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
    Ἔστι δ’ αὐταῖς καὶ ἄλλη τροφή, ἣν καλοῦσί τινες κήρινθον· ἔστι δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον καὶ γλυκύτητα συκώδη ἔχον, κομίζουσι δὲ τοῦτο τοῖς σκέλεσι καθάπερ καὶ τὸν κηρόν. Ἔστι δὲ περὶ τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ τὸν βίον πολλὴ. ποικιλία.
     συνώνυμα: ἐριθάκη
  2. είδος έλκους, είδος πληγής

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη κηρός

  Πηγές επεξεργασία