σφραγιδόκηρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφραγιδόκηρος < (καθαρεύουσα) σφραγιδόκηρος < σφραγίς + -ο- + κηρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφραγιδόκηρος αρσενικό
- (λόγιο) (παρωχημένο) το βουλοκέρι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφραγιδόκηρος
|