Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηρήθρα οι κηρήθρες
      γενική της κηρήθρας των κηρηθρών
    αιτιατική την κηρήθρα τις κηρήθρες
     κλητική κηρήθρα κηρήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κηρήθρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηρήθρα < μεσαιωνική ελληνική κηρήθρα < αρχαία ελληνική κηρός + -ήθρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈɾi.θɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐ρή‐θρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηρήθρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κερί

  Μεταφράσεις επεξεργασία