μελικήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μελικήριον | τὰ | μελικήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μελικηρίου | τῶν | μελικηρίων | ||||
δοτική | τῷ | μελικηρίῳ | τοῖς | μελικηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μελικήριον | τὰ | μελικήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μελικήριον | μελικήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελικηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μελικηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελικήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέλι + κηρίον < κηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελικήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- μελικήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.