Δείτε επίσης: κήρ, Κήρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

(ελλειπτικό ουσιαστικό)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κῆρ (στον Όμηρο)
κέαρ (στους τραγικούς)
      γενική
      δοτική τῷ κῆρι (στον Όμηρο)
    αιτιατική
     κλητική !
Παράρτημα:ανώμαλα ουσιαστικά
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κῆρ πιθανόν < συνηρημένη μορφή του κέαρ που συνδέεται με το καρδία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱérd, *ḱḗr- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κῆρ και κέαρ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  1. η καρδιά
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 341 (340-342)
    ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς | λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ | τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
    ετούτο μόνο το τραγούδι μην το συνεχίσεις, | θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει την καρδιά μου | μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 345
    ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, ἅ ῥ' οὐκ ἀτέλεστα γένοντο.
    μὰ ἄλλα στὸ νοῦ του γύριζε, ποὺ ἀτέλεστα δὲ μεῖναν. (Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης)
  2. (στη δοτική, επιρρηματικά) με όλη την καρδιά
    → δείτε παράθεμα στο κῆρι

  Πηγές επεξεργασία