Δείτε επίσης: κῆρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κήρ < ρίζ. κερ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κήρ θηλυκό

η θεά του θανάτου, της μοίρας, της συμφοράς και του ολέθρου.

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία