κέαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κέαρ: → δείτε τη λέξη κῆρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέαρ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- ασυναίρετη μορφή του κῆρ (στους τραγικούς, στην ποίηση· χωρίς άλλες πτώσεις)
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 26
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κι η καρδία μου τρέφεται με θρήνους αιώνια.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 398
- χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ.
- Κανένας τους δεν θα πληγώσει την καρδιά μου ατιμώρητος.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 26
Πηγές
επεξεργασία- κέαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.