↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηροειδής η κηροειδής το κηροειδές
      γενική του κηροειδούς* της κηροειδούς του κηροειδούς
    αιτιατική τον κηροειδή την κηροειδή το κηροειδές
     κλητική κηροειδή(ς) κηροειδής κηροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηροειδείς οι κηροειδείς τα κηροειδή
      γενική των κηροειδών των κηροειδών των κηροειδών
    αιτιατική τους κηροειδείς τις κηροειδείς τα κηροειδή
     κλητική κηροειδείς κηροειδείς κηροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηροειδής < αρχαία ελληνική κηροειδής < κηρός + εἶδος

  Επίθετο

επεξεργασία

κηροειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με κερί στο χρώμα ( συνώνυμα: κιτρινωπός) ή την υφή ( συνώνυμα: κηρώδης)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κηροειδή: οι ειδικά επεξεργασμένες συνθετικές ύλες (παραφίνη, στεατίνη κ.ά.) που χρησιμοποιούνται αντί για κερί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κηροειδής τὸ κηροειδές οἱ, αἱ κηροειδεῖς τὰ κηροειδ
Γενική τοῦ, τῆς κηροειδοῦς τοῦ κηροειδοῦς τῶν κηροειδῶν τῶν κηροειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ κηροειδεῖ τῷ κηροειδεῖ τοῖς, ταῖς κηροειδέσι(ν) τοῖς κηροειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν κηροειδ τὸ κηροειδές τοὺς, τὰς κηροειδεῖς τὰ κηροειδ
Κλητική κηροειδές κηροειδές κηροειδεῖς κηροειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κηροειδεῖ
Γενική-Δοτική κηροειδοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηροειδής < κηρός + εἶδος

  Επίθετο

επεξεργασία

κηροειδής, -ής, -ές

  1. κηροειδής
    τυγχάνει δὲ ταῦτα ὄντα, τὰ μὲν ἔλαττον ἔχοντα ὕδατος ἢ γῆς, τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος ἅπαν ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται, τὰ δὲ πλέον ὕδατος αὖ, πάντα ὅσα κηροειδῆ καὶ θυμιατικὰ σώματα συμπήγνυται. (Πλάτων, Τίμαιος, 61c)
  2. (μεταφορικά) εύπλαστος