κηροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κηροειδής | η | κηροειδής | το | κηροειδές |
γενική | του | κηροειδούς* | της | κηροειδούς | του | κηροειδούς |
αιτιατική | τον | κηροειδή | την | κηροειδή | το | κηροειδές |
κλητική | κηροειδή(ς) | κηροειδής | κηροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κηροειδείς | οι | κηροειδείς | τα | κηροειδή |
γενική | των | κηροειδών | των | κηροειδών | των | κηροειδών |
αιτιατική | τους | κηροειδείς | τις | κηροειδείς | τα | κηροειδή |
κλητική | κηροειδείς | κηροειδείς | κηροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κηροειδής < αρχαία ελληνική κηροειδής < κηρός + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίακηροειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με κερί στο χρώμα (≈ συνώνυμα: κιτρινωπός) ή την υφή (≈ συνώνυμα: κηρώδης)
- (ουσιαστικοποιημένο) κηροειδή: οι ειδικά επεξεργασμένες συνθετικές ύλες (παραφίνη, στεατίνη κ.ά.) που χρησιμοποιούνται αντί για κερί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κηροειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κηροειδής | τὸ κηροειδές | οἱ, αἱ κηροειδεῖς | τὰ κηροειδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς κηροειδοῦς | τοῦ κηροειδοῦς | τῶν κηροειδῶν | τῶν κηροειδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ κηροειδεῖ | τῷ κηροειδεῖ | τοῖς, ταῖς κηροειδέσι(ν) | τοῖς κηροειδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κηροειδῆ | τὸ κηροειδές | τοὺς, τὰς κηροειδεῖς | τὰ κηροειδῆ |
Κλητική | κηροειδές | κηροειδές | κηροειδεῖς | κηροειδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κηροειδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | κηροειδοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακηροειδής, -ής, -ές
- κηροειδής
- τυγχάνει δὲ ταῦτα ὄντα, τὰ μὲν ἔλαττον ἔχοντα ὕδατος ἢ γῆς, τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος ἅπαν ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται, τὰ δὲ πλέον ὕδατος αὖ, πάντα ὅσα κηροειδῆ καὶ θυμιατικὰ σώματα συμπήγνυται. (Πλάτων, Τίμαιος, 61c)
- (μεταφορικά) εύπλαστος