Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κηροειδή
      γενική των κηροειδών
    αιτιατική τα κηροειδή
     κλητική κηροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηροειδή < ουδέτερο του κηροειδής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηροειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κηροειδή