κηροειδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κηροειδή | ||
γενική | των | κηροειδών | ||
αιτιατική | τα | κηροειδή | ||
κλητική | κηροειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακηροειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ειδικά επεξεργασμένες συνθετικές ύλες (παραφίνη, στεατίνη κ.ά.) που χρησιμοποιούνται αντί για κερί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κηροειδή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακηροειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κηροειδής