στεατίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεατίνη (μαρτυρείται από το 1861)[1] < στεατ- + -ίνη, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéarine)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεατίνη θηλυκό
- (χημεία) εστέρας στεατικού οξέος και γλυκερόλης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στέαρ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- στεατίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στεατίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)