↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στεατίνη οι στεατίνες
      γενική της στεατίνης των στεατινών
    αιτιατική τη στεατίνη τις στεατίνες
     κλητική στεατίνη στεατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεατίνη (μαρτυρείται από το 1861)[1] < στεατ- + -ίνη, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéarine)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεατίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου