Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλυκερόλη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γλυκερόλ
η
οι
γλυκερόλ
ες
γενική
της
γλυκερόλ
ης
των
γλυκερολ
ών
αιτιατική
τη
γλυκερόλ
η
τις
γλυκερόλ
ες
κλητική
γλυκερόλ
η
γλυκερόλ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλυκερόλη
θηλυκό
άλλη ονομασία της
γλυκερίνης