εστέρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εστέρας | οι | εστέρες |
γενική | του | εστέρα | των | εστέρων |
αιτιατική | τον | εστέρα | τους | εστέρες |
κλητική | εστέρα | εστέρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εστέρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ester < γερμανική Essigäther < Essig + Äther (< λατινική aether < αρχαία ελληνική αἰθήρ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεστέρας αρσενικό
- (χημεία) οργανική χημική ένωση που παράγεται από ένα οξύ με αντικατάσταση ενός τουλάχιστον υδροξυλίου από μια αλκοξυλομάδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- εστέρας στη Βικιπαίδεια