↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εστέρας οι εστέρες
      γενική του εστέρα των εστέρων
    αιτιατική τον εστέρα τους εστέρες
     κλητική εστέρα εστέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εστέρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ester < γερμανική Essigäther < Essig + Äther (< λατινική aether < αρχαία ελληνική αἰθήρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εστέρας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία