εστέρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεστέρες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εστέρας
- κατηγορία οργανικών χημικών ενώσεων που παράγονται από ένα οξύ με αντικατάσταση ενός τουλάχιστον υδροξυλίου από μια αλκοξυλομάδα