Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλκυλεστέρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλκυλεστέρ
ας
οι
αλκυλεστέρ
ες
γενική
του
αλκυλεστέρ
α
των
αλκυλεστέρ
ων
αιτιατική
τον
αλκυλεστέρ
α
τους
αλκυλεστέρ
ες
κλητική
αλκυλεστέρ
α
αλκυλεστέρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλκυλεστέρας
<
αλκύλιο
+
εστέρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλκυλεστέρας
αρσενικό
(
χημεία
)
εστέρας
που περιέχει
αλκύλιο
(C
n
H
2n+1
-)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλκυλεστέρας