Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εστερικός η εστερική το εστερικό
      γενική του εστερικού της εστερικής του εστερικού
    αιτιατική τον εστερικό την εστερική το εστερικό
     κλητική εστερικέ εστερική εστερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εστερικοί οι εστερικές τα εστερικά
      γενική των εστερικών των εστερικών των εστερικών
    αιτιατική τους εστερικούς τις εστερικές τα εστερικά
     κλητική εστερικοί εστερικές εστερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εστερικός < εστέρας + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εστερικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία