Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εστερικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εστερικ
ός
η
εστερικ
ή
το
εστερικ
ό
γενική
του
εστερικ
ού
της
εστερικ
ής
του
εστερικ
ού
αιτιατική
τον
εστερικ
ό
την
εστερικ
ή
το
εστερικ
ό
κλητική
εστερικ
έ
εστερικ
ή
εστερικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εστερικ
οί
οι
εστερικ
ές
τα
εστερικ
ά
γενική
των
εστερικ
ών
των
εστερικ
ών
των
εστερικ
ών
αιτιατική
τους
εστερικ
ούς
τις
εστερικ
ές
τα
εστερικ
ά
κλητική
εστερικ
οί
εστερικ
ές
εστερικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εστερικός
<
εστέρας
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εστερικός
(
χημεία
) που έχει
σχέση
με
εστέρα
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εστέρας
και
αιθέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εστερικός