εστεροποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εστεροποίηση | οι | εστεροποιήσεις |
γενική | της | εστεροποίησης | των | εστεροποιήσεων |
αιτιατική | την | εστεροποίηση | τις | εστεροποιήσεις |
κλητική | εστεροποίηση | εστεροποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εστεροποίηση (νεολογισμός) < εστέρ(ας) + -ο- + -ποίηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική esterification
Ουσιαστικό επεξεργασία
εστεροποίηση θηλυκό
- (χημεία) γενική ονομασία αντίδρασης για την παραγωγή εστέρων
- ※ Μεθυλίωση εν θερμώ με μεθανολικό διάλυμα μεθυλικού νατρίου ακολουθούμενη από εστεροποίηση σε όξινο περιβάλλον (eur-lex.europa.eu Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 796/2002 της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2002 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη εστέρας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- εστέρες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
εστεροποίηση