Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραφίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παραφίν
η
οι
παραφίν
ες
γενική
της
παραφίν
ης
των
παραφιν
ών
αιτιατική
την
παραφίν
η
τις
παραφίν
ες
κλητική
παραφίν
η
παραφίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραφίνη
<
γερμανική
Ρaraffin
<
λατινική
paraffinum
<
parum
+
affinis
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραφίνη
θηλυκό
(
χημεία
)
ουσία
που αποτελείται από
στερεούς
υδρογονάνθρακες
και χρησιμοποιείται στην
παραγωγή
κεριών
, ως
μονωτικό
κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία
αποπαραφίνωση
παραφινέλαιο
/
παραφινόλαδο
παραφινόλουτρο
παραφίνωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία
παραφίνη
στη
Βικιπαίδεια
αλκάνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραφίνη
αγγλικά
:
paraffin
(en)
γαλλικά
:
paraffine
(fr)
γερμανικά
:
Ρaraffin
(de)
ιταλικά
:
paraffina
(it)