παραφίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραφίνη θηλυκό
- (χημεία) ουσία που αποτελείται από στερεούς υδρογονάνθρακες και χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεριών, ως μονωτικό κ.λπ.