αποπαραφίνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπαραφίνωση | οι | αποπαραφινώσεις |
γενική | της | αποπαραφίνωσης* | των | αποπαραφινώσεων |
αιτιατική | την | αποπαραφίνωση | τις | αποπαραφινώσεις |
κλητική | αποπαραφίνωση | αποπαραφινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπαραφινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποπαραφίνωση < απο- + παραφίνωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποπαραφίνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπαραφίνωση
|