παραφινόλουτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραφινόλουτρο ουδέτερο
- (παρωχημένο) επάλειψη με παραφίνη για θεραπευτικούς ή άλλους λόγους
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφινόλουτρο
|
παραφινόλουτρο ουδέτερο
|