παραφινέλαιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραφινέλαιο | τα | παραφινέλαια |
γενική | του | παραφινέλαιου & παραφινελαίου |
των | παραφινέλαιων & παραφινελαίων |
αιτιατική | το | παραφινέλαιο | τα | παραφινέλαια |
κλητική | παραφινέλαιο | παραφινέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφινέλαιο < παραφίν(η) + -έλαιο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Paraffinöl)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραφινέλαιο ουδέτερο
- διαυγές και ελαιώδες υγρό, που παράγεται από την παραφίνη και είναι σύμπλοκο μίγμα κεκορεσμένων υδρογονανθράκων, πετρελαϊκής προέλευσης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφινέλαιο