Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιτρινωπός η κιτρινωπή το κιτρινωπό
      γενική του κιτρινωπού της κιτρινωπής του κιτρινωπού
    αιτιατική τον κιτρινωπό την κιτρινωπή το κιτρινωπό
     κλητική κιτρινωπέ κιτρινωπή κιτρινωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιτρινωποί οι κιτρινωπές τα κιτρινωπά
      γενική των κιτρινωπών των κιτρινωπών των κιτρινωπών
    αιτιατική τους κιτρινωπούς τις κιτρινωπές τα κιτρινωπά
     κλητική κιτρινωποί κιτρινωπές κιτρινωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιτρινωπός < κιτριν- + -ωπός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.tɾi.noˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐τρι‐νω‐πός

  Επίθετο επεξεργασία

κιτρινωπός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία