Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιτρινωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κιτρινωπ
ός
η
κιτρινωπ
ή
το
κιτρινωπ
ό
γενική
του
κιτρινωπ
ού
της
κιτρινωπ
ής
του
κιτρινωπ
ού
αιτιατική
τον
κιτρινωπ
ό
την
κιτρινωπ
ή
το
κιτρινωπ
ό
κλητική
κιτρινωπ
έ
κιτρινωπ
ή
κιτρινωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κιτρινωπ
οί
οι
κιτρινωπ
ές
τα
κιτρινωπ
ά
γενική
των
κιτρινωπ
ών
των
κιτρινωπ
ών
των
κιτρινωπ
ών
αιτιατική
τους
κιτρινωπ
ούς
τις
κιτρινωπ
ές
τα
κιτρινωπ
ά
κλητική
κιτρινωπ
οί
κιτρινωπ
ές
κιτρινωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιτρινωπός
<
κιτριν-
+
-ωπός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ci.tɾi.noˈpos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κι‐τρι‐νω‐πός
Επίθετο
επεξεργασία
κιτρινωπός, -ή, -ό
που το
χρώμα
του προσεγγιζει το
κίτρινο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιτρινωπός
αγγλικά
:
yellowish
(en)
γαλλικά
:
jaunâtre
(fr)
πορτογαλικά
:
amarelado
(pt)