κιτρινωπά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακιτρινωπά < κιτρινωπός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακιτρινωπά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιτρινωπά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακιτρινωπά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κιτρινωπό