Ετυμολογία

επεξεργασία
κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.tɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐τρι‐νο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

κιτρινο-, κιτρινό- (και κιτριν- πριν από φωνήεν)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

κιτρινο- η κιτρινό-



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιτρινο- < κίτρινο(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

κιτρινο-