↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιτρινοπράσινος η κιτρινοπράσινη το κιτρινοπράσινο
      γενική του κιτρινοπράσινου της κιτρινοπράσινης του κιτρινοπράσινου
    αιτιατική τον κιτρινοπράσινο την κιτρινοπράσινη το κιτρινοπράσινο
     κλητική κιτρινοπράσινε κιτρινοπράσινη κιτρινοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιτρινοπράσινοι οι κιτρινοπράσινες τα κιτρινοπράσινα
      γενική των κιτρινοπράσινων των κιτρινοπράσινων των κιτρινοπράσινων
    αιτιατική τους κιτρινοπράσινους τις κιτρινοπράσινες τα κιτρινοπράσινα
     κλητική κιτρινοπράσινοι κιτρινοπράσινες κιτρινοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιτρινοπράσινος < κίτρινος + -ο- + πράσινος

  Επίθετο

επεξεργασία

κιτρινοπράσινος, -η, -ο

  1. που είναι ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο, ή μια ανάμειξη των δυο
    κιτρινοπράσινος (χρώμα):   
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κιτρινοπράσινο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία