εύπλαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύπλαστος < αρχαία ελληνικήεὔπλαστος < εὖ + πλάσσω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈef.pla.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈef.pla.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈef.pla.sto/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
εύπλαστος, -η, -ο
- που μπορείς να τον πλάσεις εύκολα, να του δώσεις όποιο σχήμα θέλεις
- η πλαστελίνη είναι εύπλαστο υλικό
- (μεταφορικά) που μπορείς να τον διαμορφώσεις εύκολα
- οι εύπλαστες παιδικές ψυχές