soft
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | soft |
συγκριτικός | softer |
υπερθετικός | softest |
Επίθετο
επεξεργασίαsoft (en)
- μαλακός, που μπορούμε εύκολα να μαλάξουμε, να λυγίσουμε ή να κόψουμε
- μαλακός, απαλός, που είναι λείος έτσι ώστε το άγγιγμά του συνήθως να προκαλεί ευχαρίστηση
- ⮡ a soft fabric - μαλακό ύφασμα
- ⮡ soft skin - απαλό δέρμα
- απαλός, που δεν έχει έντονες γωνίες ή άκρες
- ⮡ the soft lines of the horizon - οι απαλές γραμμές του ορίζοντα
- ⮡ The moonlight cast soft shadows.
- Το φως του φεγγαριού έριχνε απαλές σκιές.
- απαλός, για χρώματα
- ⮡ a soft pink - απαλό ροζ
- απαλός, για βροχή ή άνεμο που δεν είναι δυνατός ή βίαιος
- ⮡ A soft breeze was blowing.
- Φυσούσε ένα απαλό αεράκι.
- ⮡ A soft breeze was blowing.
- απαλός, για ήχους που δεν είναι δυνατοί και συνήθως είναι ευχάριστοι
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- ευαίσθητος, με συμπάθεια στα προβλήματα των άλλων
- ⮡ She has a soft heart.
- Έχει ευαίσθητη καρδιά.
- ⮡ She has a soft heart.
- (συνήθως κακόσημο) μαλακός, που δεν είναι αρκετά αυστηρός ή σκληρός
- μαλακός, για νερό που έχει λίγα άλατα