παραθετικά
θετικός soft
συγκριτικός softer
υπερθετικός softest

  Επίθετο

επεξεργασία

soft (en)

  1. μαλακός, που μπορούμε εύκολα να μαλάξουμε, να λυγίσουμε ή να κόψουμε
    ⮡  a soft mattress/bed - μαλακό στρώμα/κρεβάτι
    ⮡  soft dough - μαλακό ζυμάρι
    ⮡  soft soil - μαλακό χώμα
    ⮡  soft wood - μαλακό ξύλο
     αντώνυμα: hard
  2. μαλακός, απαλός, που είναι λείος έτσι ώστε το άγγιγμά του συνήθως να προκαλεί ευχαρίστηση
    ⮡  a soft fabric - μαλακό ύφασμα
    ⮡  soft skin - απαλό δέρμα
  3. απαλός, που δεν έχει έντονες γωνίες ή άκρες
    ⮡  the soft lines of the horizon - οι απαλές γραμμές του ορίζοντα
    ⮡  The moonlight cast soft shadows.
    Το φως του φεγγαριού έριχνε απαλές σκιές.
  4. απαλός, για χρώματα
    ⮡  a soft pink - απαλό ροζ
  5. απαλός, για βροχή ή άνεμο που δεν είναι δυνατός ή βίαιος
    ⮡  A soft breeze was blowing.
    Φυσούσε ένα απαλό αεράκι.
  6. απαλός, για ήχους που δεν είναι δυνατοί και συνήθως είναι ευχάριστοι
    ⮡  The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
    Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
  7. ευαίσθητος, με συμπάθεια στα προβλήματα των άλλων
    ⮡  She has a soft heart.
    Έχει ευαίσθητη καρδιά.
  8. (συνήθως κακόσημο) μαλακός, που δεν είναι αρκετά αυστηρός ή σκληρός
    ⮡  He’s not up to this job because he’s too soft.
    Δεν κάνει γι' αυτή τη δουλειά, γιατί είναι πολύ μαλακός.
    ⮡  She is soft with her class and can’t keep them under control.
    Είναι μαλακή με την τάξη της και δεν μπορεί να την έχει υπό έλεγχο.
     συνώνυμα: lenient
     αντώνυμα: tough
  9. μαλακός, για νερό που έχει λίγα άλατα
    ⮡  soft water - μαλακό νερό
     αντώνυμα: hard

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία