παραθετικά
θετικός softly
συγκριτικός more softly
υπερθετικός most softly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
softly < soft + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

softly (en)

  • απαλά, μαλακά
    ⮡  We will alternate between playing loudly and softly.
    θα παίξουμε εναλλάξ δυνατά και απαλά.
    ⮡  Tell him the news softly so he doesn’t freak out.
    Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
    ⮡  He steps on the gas softly.
    Πατάει το γκάζι μαλακά.
     συνώνυμα: gently
     αντώνυμα: loudly