tough
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tough |
συγκριτικός | tougher |
υπερθετικός | toughest |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtough (en)
- σκληρός, δύσκολος, που έχει ή προκαλεί προβλήματα ή δυσκολίες
- αυστηρός, σκληρός, που απαιτεί την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων και δείχνει έλλειψη συμπάθειας για προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει αυτό
- σκληρός, που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει με επιτυχία δύσκολες καταστάσεις
- ⮡ a tough man - σκληρός άντρας
- ⮡ He is very tough and can stand pain.
- Είναι πολύ σκληρός στον πόνο.
- ⮡ He is a tough negotiator.
- Είναι σκληρός διαπραγματευτής.
- ⮡ He usually plays the tough guy roles.
- Παίζει συνήθως ρόλους σκληρών.
- σκληρός, που δύσκολα κόβεται ή δαγκώνεται
- ⮡ The meat is still very tough.
- Το κρέας είναι ακόμα πολύ σκληρό.
- ⮡ The meat is still very tough.