λιανοκέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιανοκέρι | τα | λιανοκέρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λιανοκέρι | τα | λιανοκέρια |
κλητική | λιανοκέρι | λιανοκέρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʎa.noˈce.ɾi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιανοκέρι ουδέτερο
- κερί σε σχήμα μακρόστενο και λεπτό