μελισσοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελισσοκέρι | τα | μελισσοκέρια |
γενική | του | μελισσοκεριού | των | μελισσοκεριών |
αιτιατική | το | μελισσοκέρι | τα | μελισσοκέρια |
κλητική | μελισσοκέρι | μελισσοκέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμελισσοκέρι ουδέτερο
- κερί (λαμπαδόσχημο ή πρώτη ύλη) μέλισσας και όχι παραφίνης
- Μια κίτρινη αυγή, και το μούτρο του γραμματικού κίτρινο καθώς το μελισσοκέρι. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελισσοκέρι