αλειμματοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλειμματοκέρι | τα | αλειμματοκέρια |
γενική | του | αλειμματοκεριού | των | αλειμματοκεριών |
αιτιατική | το | αλειμματοκέρι | τα | αλειμματοκέρια |
κλητική | αλειμματοκέρι | αλειμματοκέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλειμματοκέρι ουδέτερο