σπαρματσέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπαρματσέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική spermaceti < λατινική sperma ceti < αρχαία ελληνική σπέρμα + κῆτος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπαρματσέτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ημίρρευστη κηρώδης ουσία που βρίσκεται στο κεφάλι κάποιων ειδών φάλαινας (και πίστευαν -λανθασμένα- πως ήταν σπέρμα)
- (κατ’ επέκταση, παρωχημένο) κερί κατασκευασμένο από τέτοια ουσία (ή λίπος φώκιας κ.λπ.)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπαρματσέτο
|