σπερματσέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερματσέτο < ιταλική spermaceti
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπερματσέτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του σπαρματσέτο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερματσέτο
|
σπερματσέτο ουδέτερο
|