κηροποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηροποιός < ελληνιστική κοινή κηροποιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηροποιός αρσενικό ή θηλυκό
- που κατασκευάζει κεριά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κηροποιείο
- κηροποιία
- → δείτε τις λέξεις κερί και ποιώ