Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηροποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κηροποιεί
ο
τα
κηροποιεί
α
γενική
του
κηροποιεί
ου
των
κηροποιεί
ων
αιτιατική
το
κηροποιεί
ο
τα
κηροποιεί
α
κλητική
κηροποιεί
ο
κηροποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κηροποιείο
<
κηρ(ός)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κηροποιείο
ουδέτερο
μονάδα παραγωγής κεριών
Συνώνυμα
επεξεργασία
κηροπλαστείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηροποιείο
→
δείτε
τη λέξη
κηροπλαστείο