Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
mum
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Τουρκικά
(tr)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
mum
mums
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mum
(en)
(
βρετανικά αγγλικά
,
ανεπίσημο
,
χαϊδευτικό
,
οικογένεια
)
η
μαμά
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
mother
Τουρκικά
(tr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mum
(tr)
το
κερί
(το αντικείμενο)