κηρογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κηρογραφία < ελληνιστική κοινή κηρογραφία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κηρογραφία θηλυκό
- (τέχνη) η εγκαυστική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηρογραφία
|