↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κηροπήγιο τα κηροπήγια
      γενική του κηροπήγιου
κηροπηγίου
των κηροπήγιων
κηροπηγίων
    αιτιατική το κηροπήγιο τα κηροπήγια
     κλητική κηροπήγιο κηροπήγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γαλλικό μπρούτζινο κηροπήγιο του 19ου αι. (Λούβρο)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηροπήγιο < καθαρεύουσα κηροπήγιον < κηρός + αρχαία ελληνική πήγνυμι + -ιον με κατάληξη της κοινής νεοελληνικής -ιο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ɾoˈpi.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐ρο‐πή‐γι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηροπήγιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία