κηροπήγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κηροπήγιο | τα | κηροπήγια |
γενική | του | κηροπήγιου & κηροπηγίου |
των | κηροπήγιων & κηροπηγίων |
αιτιατική | το | κηροπήγιο | τα | κηροπήγια |
κλητική | κηροπήγιο | κηροπήγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηροπήγιο < καθαρεύουσα κηροπήγιον < κηρός + αρχαία ελληνική πήγνυμι + -ιον με κατάληξη της κοινής νεοελληνικής -ιο[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ɾoˈpi.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐ρο‐πή‐γι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηροπήγιο ουδέτερο
- αντικείμενο με μία ή περισσότερες υποδοχές για τη στερέωση κεριών
Συνώνυμα επεξεργασία
- σαμντάνι (παρωχημένο)
- καντηλέρι / καντηλιέρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηροπήγιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κηροπήγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας