Ετυμολογία

επεξεργασία
chandelier < γαλλική chandelier < candelabrum < λατινική candela

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chandelier chandeliers

Ουσιαστικό

επεξεργασία

chandelier (fr) αρσενικό

  1. κηροπήγιο