candelabrum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcandelabrum (en) (πληθυντικός: candelabra)
- το κηροπήγιο
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- candelabrum < candela
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcandelabrum
candelabrum (en) (πληθυντικός: candelabra)
candelabrum