bougie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bougie | bougies |
bougie (fr) θηλυκό
- το κερί (μέσο φωτισμού)
- (τεχνολογία) το μπουζί, ο σπινθηριστής
ενικός | πληθυντικός |
bougie | bougies |
bougie (fr) θηλυκό