Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bougie bougies

bougie (fr) θηλυκό

  1. το κερί (μέσο φωτισμού)
  2. (τεχνολογία) το μπουζί, ο σπινθηριστής